Όπως αναφέραμε και στην αρχή της δημιουργίας αυτού του blogg,εδώ θα αναρτήσουμε αρχικά πανοραμικές φωτογραφίες από την περιοχή του Βο’ί’ου ,από την Σιάτιστα μέχρι και τον Πεντάλοφο,ολόκληρης δηλαδή της Επαρχίας Βο’ί’ου,δηλαδή θα φωτογραφίσουμε πανοραμικά τόσο τους Δήμους αλλά και τον κάθε οικισμό, το κάθε χωριό ξεχωριστά,και στην συνέχεια ,το φωτογραφικό μας ταξίδι που ξεκίνησε πριν λίγες μέρες,θα γίνη πιο συγκεκριμένο,δηλαδή θα μπούμε στο εσωτερικό των πόλεων και των χωριών,προσπαθώντας μέσα από την φωτογραφική μας ματιά να αναδείξουμε την ιστορία του κάθε τόπου ξεχωριστά.
Ξεκινάμε το ταξίδι μας,από την Σιάτιστα που αποτελή την πρωτεύουσα της Επαρχίας Βο’ί’ου.
Η Σιάτιστα είναι κωμόπολη του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται νοτιοδυτικά και σε απόσταση 27 χιλιομέτρων από την πόλη της Κοζάνης, είναι πρωτεύουσα της επαρχίας Βοΐου και έχει σήμερα περί τους 10.000 κατοίκους.
Είναι χτισμένη αμφιθεατρικά, σε υψόμετρο από 942 έως 872 μέτρων, στο βουνό Βέλια, που αποτελεί προέκταση της οροσειράς του Σινιάτσικου ή Ασκίου όρους. Γύρω της ορθώνονται γυμνές και ξηρές κορυφές, όπως ο Γρίβας Μπαλαμπάνης, Σβέρνιστσο, Καστράκι και Νότια η Τσερβένα, που πίσω της προβάλλει η χιονοσκέπαστη κορυφή του όρους Βούρινου.
Δύο δρόμοι οδηγούν στη Σιάτιστα. Ο ένας περνάει μέσα από τη στενή κοιλάδα, που ονομάζεται Μπουγάζι (εθνική οδός Κοζάνης - Ιωαννίνων) και ο άλλος από τη βόρεια μεριά ανάμεσα από τα όρη Σβέρνιστσο και Βέλλια (επαρχιακή οδός Εράτυρας – Σιάτιστας – Νεάπολης).
Η Σιάτιστα είναι νεότερη κωμόπολη και για τον πρώτο συνοικισμό δεν υπάρχει κανένα γραπτό μνημείο που να αναφέρει την κτίση του. Από την παράδοση μόνο γνωρίζουμε ότι στην περιοχή κάλυπταν απέραντα δάση, άρα ήταν περιοχή πλούσια σε βλάστηση που δεν ήταν δυνατό να μείνει ανεκμετάλλευτη από τους βοσκούς της εποχής. Έτσι κοντά στις πηγές “Βρέτος”, “Ψαρά” και “Τσιποτούρα” που σώζονται ασήμαντα ίχνη συνοικισμού, έφτιαξαν οι βοσκοί καλύβες που τις ονόμασαν “καλύβια”, ονομασία που δίνεται συχνά στα χωριά που μένουν τσοπάνηδες.
Ο Δημήτριος Κανατσούλης αναφέρει ότι στη θέση που είναι σήμερα κτισμένη η Σιάτιστα, προϋπήρξε ένας αρχαίος οικισμός, ίσως ελιμιωτικός και ιδρύθηκε μετά την εγκατάσταση των Ελιμιωτών στην κοιλάδα του ποταμού Αλιάκμονα στο μεταίχμιο της Ελιμείας και Ορεστίδας και μάλιστα πάνω σε μια ορεινή διάβαση που συνέδεε τις δύο περιοχές. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγείται από την ανακάλυψη δύο αρχαίων τάφων, ενός στη Γεράνεια και ενός στη Χώρα. Ο δεύτερος περιείχε απολιθωμένους σχεδόν σκελετούς, που ο ένας μάλλον ανήκε σε γυναίκα, κρίνοντας από τα κτερίσματα που βρέθηκαν (ένα περιδέραιο και δύο αγγεία). Δεν ξέρουμε αν αυτού του οικισμού αποτελεί συνέχεια η σημερινή πόλη.
Η κτίση της Σιάτιστας έγινε πιθανόν το 15ο αιώνα, πιθανότατα μετά την τουρκική κατάκτηση και κάτω από περιστάσεις που τις επέβαλλε η ανάγκη και ο φόβος. Στα χρόνια του Σουλτάν Μουράτ του Α΄ οι Τούρκοι Κονιάροι (από την περιοχή του Ικονίου) κυρίευσαν όλη σχεδόν τη Μακεδονία και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία και τη ΝΔ. Μακεδονία, κατέλαβαν και τη γόνιμη και εύφορη πεδιάδα των Καραγιανίων (Ξηρολίμνης) και έτσι πολλοί χριστιανοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις περιοχές αυτές και να σκαρφαλώσουν στα βραχώδη υψώματα της Σιάτιστας, μέρος οχυρό, ασφαλές και απόκρυφο για να διαφυλάξουν με κάθε θυσία την πίστη τους, την εθνική τους ταυτότητα και την ελευθερία της συνείδησής τους. Οι κάτοικοι αυτοί εγκαταστάθηκαν αρχικά στην κάτω συνοικία που ονομάζεται μέχρι σήμερα Γεράνεια.
Η Σιάτιστα αν και κατέχει μια απομονωμένη θέση μέσα στη Δυτική Μακεδονία, αποτελεί, από το 1600 περίπου, ένα αξιόλογο βιοτεχνικό κέντρο. Οι κάτοικοί της ασχολούνται κυρίως με την υφαντική, τη γουνοποιία, τη βαφική τέχνη και την αμπελοκαλλιέργεια. Αρχίζει ταυτόχρονα μια εμποροαγωγιάτικη δραστηριότητα των Σιατιστινών προς τα Γιάννενα, που με τον καιρό επεκτείνεται προς τα βόρεια, τη Βενετία, τη Ρωσία και περισσότερο στην Κεντρική Ευρώπη, τη Βουδαπέστη και τη Βιέννη.
Έτσι φτάνει να γνωρίσει κατά το 18ο και 19ο αιώνα τεράστια οικονομική ακμή, που υπέστη κάποια κάμψη στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η Αυστρία, μετά τον ατυχή πόλεμο με τη Γαλλία, καταστράφηκε οικονομικά και παρέσυρε στην πτώχευση και πολλούς εμπορικούς οίκους της Σιάτιστας. Η επαφή αυτή των Σιατιστινών με τον πολιτισμό της ελεύθερης Ευρώπης είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική και κοινωνική ανάπτυξή τους και την άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου.
Οι συνθήκες της γενικής αυτής ευημερίας συντέλεσαν και στην ανάπτυξη της τέχνης και προπάντων της αρχιτεκτονικής και χαρακτηριστικά δείγματα της αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα στη Σιάτιστα είναι τα αρχοντικά της, χτισμένα από περιπλανώμενες συντεχνίες (συνάφια) Ηπειρωτών και Μακεδόνων μαστόρων. Τριάντα περίπου απ’ αυτά σώζονται ακόμη και σήμερα.
Όλα σχεδόν τα αρχοντικά είναι οικοδομημένα πάνω στο ίδιο περίπου σχέδιο και με την ίδια διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων. Εξωτερικά πρόκειται για διώροφα σπίτια, που επιβάλλονται με τον όγκο τους, τους ψηλούς, πέτρινους κι απόρθητους τοίχους της αυλής και τις πολεμίστρες που ανοίγονται σε διάφορα σημεία για την προστασία τους από τις αλβανικές επιδρομές. Εκείνο που χαρακτηρίζει το εσωτερικό τους είναι οι άνετοι και πλούσια διακοσμημένοι χώροι οι οποίοι χαρακτηρίζονται από αυτοτέλεια, αλλά διατηρείται και η εσωτερική επικοινωνία μεταξύ τους, με την ύπαρξη ενός πυρήνα, γύρω από τον οποίο γίνεται η διάταξη των χώρων.
Εκκλησίες
Η Σιάτιστα του 17ου αιώνα εξελίχτηκε σε εμπορική και βιοτεχνική πολιτεία.
Η περίοδος που μητροπολίτης της Σιάτιστας ήταν ο Ζωσιμάς (1686 – 1746) θεωρείται η χρυσή περίοδος για την πόλη. Την εποχή εκείνη χτίστηκαν και οι περισσότεροι ναοί, αφού επιφανείς Σιατιστινοί παρείχαν σημαντική οικονομική βοήθεια.
Ο πιο παλιός ναός που σώζεται ως σήμερα είναι ο ναός της Αγίας Παρασκευής στην πλατεία της Γεράνειας. Χτίστηκε το 1677 και αποτελεί αξιόλογο μνημείο μεταβυζαντινής τέχνης. Το εξαιρετικό επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού όλων των επισκεπτών. Στο ναό της Αγίας Παρασκευής λειτουργούσε, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, κρυφό σχολειό, όπως μου διηγήθηκε ο γερο παπά-Νικόλας. Χαρακτηριστικός είναι και ο επιτάφιος της εκκλησίας, έργο του 1741, με ζωγραφική και στις δυο όψεις του ξύλου.
Νότια της Αγίας Παρασκευής βρίσκεται κολλημένος ο ναΐσκος της Παναγίας, που μαζί με την κοινή αυλή και το τεράστιο καμπαναριό αποτελούν ένα όμορφο σύνολο.
Για το καμπαναριό της Αγίας Παρασκευής είχε διηγηθεί παλιότερα ο αείμνηστος δάσκαλος Λ. Κούγιας ότι οι “Χωριώτες” είχαν χτίσει πρώτοι το καμπαναριό της χώρας δίπλα στο ναό του Αγίου Δημητρίου και για να μη φανεί ότι οι “Γερανιώτες” υστερούσαν σε τέτοιου είδους έργα και προπαντός επειδή δεν άντεχαν τα πειράγματα των Χωριωτών, έκαναν τα αδύνατα δυνατά να υψώσουν κι αυτοί το δικό τους καμπαναριό, μεγαλύτερο και επιβλητικότερο απ’ αυτό της Χώρας. Μαζεύτηκαν τότε όλοι οι Γερανιώτες και απαίτησαν από τους επιτρόπους της ενορίας να διαθέσουν όλα τα χρηματικά αποθέματα στο χτίσιμο του καμπαναριού. Επειδή τα χρήματα πάλι δεν ήταν αρκετά σκέφτηκαν να ζητήσουν δανεικά από τους ευπορότερους. Έτσι αμέσως μετά την απόφαση αυτή, πραγματοποιήθηκε η φιλοδοξία τους και χτίστηκε το καμπαναριό που δεσπόζει από το 1862, όπως αναγράφεται σε μια πλάκα της ανατολικής πλευράς, μέχρι σήμερα.
Μια άλλη παλιά και όμορφη εκκλησία είναι του Προφήτη Ηλία, στο μέσο σχεδόν των δύο συνοικιών. Χτίστηκε το 1701 και ανακαινίστηκε το 1740. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παραστάσεις της δημιουργίας του Αδάμ, της Δευτέρας Παρουσίας και της ρίζας του Ιεσσαί με τους αρχαίους φιλοσόφους, θέμα όχι συνηθισμένο σε χριστιανικούς ναούς. Η αντίστοιχη απεικόνιση στο ναό της αγίας Παρασκευής φανερώνει την άνθηση των γραμμάτων εκείνη ρην περίοδο στη Σιάτιστα.
Την περίοδο αρχιερατείας του Ζωσιμά χτίστηκαν κι άλλοι ναοί. Το 1702 ο Άγιος Μηνάς στο μέσο του δρόμου Χώρας – Γεράνειας, το 1709 στην είσοδο της Γεράνειας ο Άγιος Νικάνορας, το 1744 ο ναός των δώδεκα Αποστόλων. Όλοι αυτοί ναοί είναι χτισμένοι σε σχετικό βάθος, αφού γνωρίζουμε ότι οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν το χτίσιμο των εκκλησιών πάνω από το έδαφος.
Μεταγενέστεροι είναι οι ναοί του Αγίου Γεωργίου (1760), του Αγίου Χριστοφόρου (1801), των Αγίων Ταξιαρχών (1798).
Μικρότεροι ναοί, που χτίστηκαν σχετικά πρόσφατα ανεβάζουν τον αριθμό των εκκλησιών της Σιάτιστας σε 22. Στη Σιάτιστα λειτουργούν σήμερα δύο ενοριακοί ναοί, του Αγίου Δημητρίου στη χώρα και του Αγίου Νικολάου στη Γεράνεια. Ο αρχικός μητροπολιτικός ναός του Αγίου Δημητρίου είχε χτιστεί αρχικά το 1647, κατεδαφίστηκε το 1801 και ξαναχτίστηκε, κάηκε όμως το 1910, για να χτιστεί τον επόμενο χρόνο με τη σημερινή του μορφή. Και ο ναός του Αγίου Νικολάου είχε χτιστεί παλιότερα, το 1743, αλλά κατεδαφίστηκε το 1929 και οικοδομήθηκε ο σύγχρονος. Η Σιάτιστα είναι έδρα της Μητρόπολης “Σισανίου και Σιατίστης”. Από τον τίτλο φαίνεται ότι αρχικά είχε την έδρα στο Σισάνι, αλλά η έδρα της μεταφέρθηκε όταν μητροπολίτης ήταν ο Ζωσιμάς και στο χρονικό διάστημα 1695 – 1699. Μέχρι το 1767 ήταν επισκοπή, αλλά προάγεται σε μητρόπολη το 1767, όταν με την κατάργηση της επισκοπής Αχρίδος στην οποία υπαγόταν, κατατάχτηκε στις επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ήθη και Έθιμα, Παραδόσεις
Η Σιάτιστα έχει πολλά έθιμα και παραδόσεις, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα με την ίδια χαρούμενη διάθεση. Όλες οι μεγάλες γιορτές είναι αφορμή για χαρά, γλέντι και χορό.
Τα έθιμα του δωδεκαήμερου
Από τις αρχές του Δεκέμβρη ακούγονται στις γειτονιές οι παιδικές φωνές που προτρέπουν με τραγούδια να αρχίσουν οι ετοιμασίες για τις γιορτές που πλησιάζουν.
Στις 23 Δεκεμβρίου το βράδυ ανάβονται σε όλες σχεδόν τις γειτονιές και στις πλατείες μεγάλες φωτιές, οι κλαδαριές, και όλος ο κόσμος χορεύει γύρω απ’ αυτές με τη συνοδεία τοπικών μουσικών οργάνων. Οι κλαδαριές ανάβονται στις πλατείες. Όσες γειτονιές έχουν πλατεία ανάβουν μια κλαδαριά. Τα ξύλα τα φέρναν παλιά με τα ζώα. Από την Τζερβένα και από άλλα δάση. Στο σούρουπο τα κουβαλάν και τα στοιβάζουν. Για τάμα. Το βράδυ, άμα νυχτώσει καλά, εξήμισι η ώρα, όταν τελειώσει η εκκλησία τα βάζουν φωτιά και μετά αρχίζει το γλέντι. Οι πολύ θαρραλέοι παίρνουν φόρα και πηδάν πάνω από την φωτιά. Ως τα μεσάνυχτα κρατούσε το γλέντι. Στο τέλος ρίχνανε πέτρες στην φωτιά να σβήσει.
Το ξημέρωμα της άλλης μέρας βρίσκει τα παιδιά να λένε τα κόλιαντα (κάλαντα). Παιδιά μικρά, μεγάλα κρατούν τη τζιουμάκα (=ξύλινο σφυρί) και χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών για να τους ανοίξουν οι νοικοκυρές και να τους δώσουν γλυκά, φρούτα ή ό,τι άλλο διαθέτει το κάθε νοικοκυριό για την περίσταση. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια το ζητούμενο είναι τα χρήματα, αλλά πολλά παιδιά ακόμη παραμένουν πιστά στο παλιό έθιμο.
Σε κάθε σπίτι λέγεται το τραγούδι που ταιριάζει. Έτσι υπάρχει ειδικό τραγούδι για τους γέρους, τους νιόπαντρους, τις νέες κοπέλες που βρίσκονται σε ηλικία γάμου, για τους ξενιτεμένους, τους κτηνοτρόφους κ.λ.π. Την ημέρα των Θεοφανείων γίνεται μεγάλο ξεφάντωμα με τα καρναβάλια, τα λεγόμενα “Μπουμπουσιάρια”. Άντρες, γυναίκες και παιδιά κρύβονται κάτω από παλιά ρούχα και καλύπτοντας το πρόσωπό τους με τούλινα υφάσματα γίνονται μη αναγνωρίσιμοι. Έτσι μπορούν να διασκεδάσουν και να κάνουν οτιδήποτε θελήσουν χωρίς κοινωνικούς ενδοιασμούς και ενοχές, αφού εκείνη την ημέρα όλα επιτρέπονται.
Άλλα έθιμα
Το βράδυ της Αποκριάς οι άντρες επισκέπτονται τους γονείς, οι νύφες τα πεθερικά, τους κουμπάρους και τους άλλους συγγενείς, φιλώντας τους το χέρι, για να δείξουν σεβασμό και να ζητήσουν συγχώρεση, κατά το χριστιανικό έθιμο. Αργότερα όλα τα μέλη της οικογένειας συγκεντρώνονται γύρω από το τραπέζι και ο αρχηγός της οικογένειας κάνει το έθιμο του χάσκα. Κρεμάει δηλαδή σε έναν πλάστη ένα σκοινί, που στην απόληξή του έχει ένα βρασμένο αυγό. Το αυγό προσπαθεί κάθε μέλος της οικογένειας να το δαγκώσει, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του, προκαλώντας ο καθένας το γέλιο των άλλων.
Το Δεκαπενταύγουστο οι Σιατιστινοί δίνουν εξαιρετική σημασία στο γραφικό έθιμο των καβαλάρηδων, με κέντρο το μοναστήρι της Παναγίας Μικροκάστρου, που απέχει από τη Σιάτιστα 12 χιλιόμετρα. Την ημέρα εκείνη μεγάλες παρέες με στολισμένα άλογα πηγαίνουν στο μοναστήρι, για να προσευχηθούν και να ασπαστούν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Το μεσημέρι επιστρέφουν στην πόλη, όπου τους υποδέχονται οι αρχές και πολύς κόσμος. Ακολουθεί χορός και γλέντι μέχρι το πρωί.
Έθιμα γίνονται και σε άλλες εκδηλώσεις, όπως στο γάμο, στη βάφτιση, στη θεμελίωση καινούριου σπιτιού, κατά την κατασκευή στέγης, κατά τη στρατολόγηση των νέων κ.λ.π.
Τοπικές Εορτές
- Προφήτης Ηλίας: 20 Ιουλίου
Βιβλιογραφία
- "Σιατιστέων μνήμη", λέυκωμα συλλόγου Σιατιστέων Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1972
- Αναστασίου Δάρδα, "Iδρυση και λειτουργεία του Τραμπατζίου γυμνασίου Σιατίστης με την εποπτεία της εκκλησίας", Θεσσαλονίκη 1997
- Σιατιστινά. Εξαμηνιαία ιστοφική, λαογραφική, γλωσσολογική έκδοση του Συλλόγου Σιατιστέων Θεσαλλονίκης
- Γεώργιος Μ. Μπόντας: Τα Κόλιαντα στη Σιάτιστα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιερά Μητρόπολη Σισανίου και Σιατίστης
Η Σιάτιστα είναι έδρα της μητρόπολης Σισανίου και Σιατίστης.
Το μητροπολιτικό μέγαρο θεμελιώθηκε στις 18/11/46 και εγκαινιάσθηκε στις 18/12/1949.
Το μητροπολιτικό μέγαρο θεμελιώθηκε στις 18/11/46 και εγκαινιάσθηκε στις 18/12/1949.
Η Μητρόπολη που σήμερα ονομάζεται “Μητρόπολις Σισανίου και Σιατίστης” στην βυζαντινή εποχή ανήκε ως επισκοπή Σισανίου στην δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας και Α΄ Ιουστινιανής. Ιεραρχικά υπαγόταν στην πρωτόθρονη επισκοπή Καστορίας μα με αυτές των Μογλενών και Μολεσχού. Η αρχική έδρα της επισκοπής ήταν το Σισάνι, οικισμός ο ποίος στη βυζαντινή εποχή γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση. Οι απρόβλεπτες πολιτικές εξελίξεις και την διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου οδήγησαν στην απότομη διακοπή της κανονικής ζωής στην περιοχή και στην παράλληλη υποβάθμιση της επισκοπής. Η πρώτη γνωστή μνεία της επισκοπής Σισανίου απαντά στο έτος 1510, οπότε αναφέρεται ο ιεράρχης Λαυρέντιος. Αν εξαιρέσουμε την αναφορά του κώδικα της Μητρόπολης Καστοριάς του προκαθήμενου της επισκοπής Σισανίου Μεθοδίου (1653), μεσολάβησε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα σιωπής, κατά την διάρκεια του οποίου έγιναν μετακινήσεις πληθυσμών στον ευρύτερο χώρο, που καθόρισαν και τη γρήγορη ανάπτυξη του οικισμού της Σιάτιστας. Η μεταφορά της επισκοπικής έδρας μεταξύ 1696-1700 στη Σιάτιστα προέκυψε ως ώριμη ανάγκη, επειδή η οικονομική ανάκαμψη της πόλης άλλαξε όλα τα δεδομένα. Η δυναμική παρουσία μιας σημαντικής προσωπικότητας, του Ζωσιμά, που διετέλεσε και αρχιεπίσκοπος Αχριδών, βοήθησε στη γενική ανασυγκρότηση και πρόοδο του τόπου.
Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης κ. κ. Παύλος Ιωάννου γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1947, όπου και τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του.
Από τη Θεολογική σχολή Αθηνών αποφοίτησε το 1971. Χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια πρεσβύτερος. Εργάσθηκε ποιμαντικά στην εργατούπολη του Μαντουδίου για μία 25ετία. Από το 1998 υπηρέτησε ως γραμματέας της «Συνοδικής Επιτροπής Χριστιανικής Αγωγής της Νεότητος», της «Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Γάμου και Οικογενείας», των «Συνοδικών Υποεπιτροπών επί των Ολυμπιακών Αγώνων», της χρηματοδοτήσεως των χριστιανικών οικογενειών της Θράκης, για την απόκτηση του τρίτου παιδιού και αυτής των Καλλιτεχνικών εκδηλώσεων.
Επίσης, υπηρέτησε για τρία χρόνια ως Διευθυντής Κατηχήσεως της Αποστολικής Διακονίας και Διευθυντής της Σχολής Κατηχητών και του Φροντιστηρίου Επιμορφώσεως Κατηχητών της Αποστολικής Διακονίας. Διετέλεσε παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών του Ρ/Σ της Εκκλησίας της Ελλάδος και συνεχίζει να κάνει εκπομπές στο ραδιόφωνο της Εκκλησίας της Ελλάδος και στο Ρ/Φ σταθμό της Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης «ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ».
Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης χειροτονήθηκε στις 4 Μαρτίου 2006 και ενθρονίσθηκε την 1η Απριλίου 2006. Οι προτεραιότητές του είναι η εκκλησιαστική - πνευματική ζωή των πιστών, η οικογένεια, οι νέοι, οι πτωχοί, οι άνεργοι, η καταπολέμηση των ναρκωτικών, το πλησίασμα όλων των ανθρώπων. Έχει ιδρύσει Σχολή Γονέων, Σχολή Βυζαντινής Μουσικής και συσσίτια για απόρους. Επισκέπτεται διαρκώς τα πολυάριθμα μικρά χωριά της Ιεράς Μητροπόλεως, τονώνοντας πνευματικά και εθνικά τους κατοίκους της ακριτικής αυτής περιοχής.
Επίσης μέσα στον χώρο της Ιεράς Μητροπόλεως,βρίσκετε ενταφιασμένο το σεπτό σκήνωμα του Μακαριστού Μητροπολίτου Σισανίου και Σιατίστης Κ.Αντώνίου Κόμπου ο οποίος Εκοιμήθη εν Κυρίω τη 17/12/2005.
Ο Μακαριστός Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης, κατά κόσμον Αντώνιος Κόμπος, γεννήθηκε το 1920 στο Άργος. Απεφοίτησε από την Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών καθώς και από την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ενώ μετεκπαιδεύτηκε στα Πανεπιστήμια Οξφόρδης (Μ.Βρετανίας) και Παρισίων. Διετέλεσε καθηγητής και διευθυντής Ιερατικών Σχολών και Ιεροκήρυξ επί τετραετία (1971-1974) στην Ιερά Μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Χειροτονήθηκε Διάκονος στις 3 Δεκεμβρίου 1967 και πρεσβύτερος την επομένη, 4 Δεκεμβρίου. Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης εξελέγη στις 23 Μαΐου 1974. Συνέγραψε αξιόλογα επιστημονικά έργα και συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά ως κριτικός εξιδεικευμένων εκδόσεων και ειδικός αρθογράφος.
Υπήρξε άνθρωπος εξαιρετικά σεμνός, προσηνής και αεικίνητος, με σπουδαία ποιμαντική και φιλανθρωπική δράση, ιδιαίτερα ασκητικός, αμέμπτου βίου, και σημαντικής πνευματικής ακτινοβολίας.
Εγκωμιαστικό Τροπάριον
Ἐψάλη σὲ μιὰ συναυλία Βυζαντινῆς Μουσικῆς στὴν Σιάτιστα, ὅταν ἦταν ἀκόμη ἐν ζωῇ
ὁ Ἱεράρχης, ἀπὸ τὸ τμῆμα Βυζαντινῆς Μουσικῆς τοῦ Ἀλεξάνδρειου Δημοτικοῦ Ὠδείου
Γιαννιτσῶν ὑπὸ τὴν διεύθυνση τοῦ Χοράρχου κ. Ἀντ. Πατρώνα.
[ἀπὸ τὸν Ρ/Σ «Ὀρθοδοξία καὶ Παράδοση» τῆς Ἱ.Μ. Σισανίου καὶ Σιατίστης]
πατήστε στον player για να ακούσετε το τροπάριο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου